Εφορία: Πότε ακυρώνονται φόροι και πρόστιμα που επιβλήθηκαν κατά… λάθος
Στην ακύρωση ή τροποποίηση αποφάσεων για επιβολή φόρων και προστίμων τα οποία οφείλονται σε πρόδηλα σφάλματα θα μπορούν να προχωρούν οι φορολογικές υπηρεσίες ακόμα και στην περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια.
Η διόρθωση σφαλμάτων της εφορίας τα οποία…βγάζουν μάτι ισχύει για υποθέσεις που εκκρεμούν από το 2014 ενώ φόροι και πρόστιμα που έχουν επιβάλει οι φορολογικές αρχές διαγράφονται και αν έχουν πληρωθεί από τους φορολογούμενους επιστρέφονται.
Τροπολογία του υπουργείου Οικονομικών βελτιώνει την ισχύουσα διάταξη καθώς προβλέπει ότι η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να διορθώνει τα σφάλματά της, ακόμη και αν υπάρχει προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια που είναι εκκρεμής, εξαλείφοντας άδικες επιβαρύνσεις σε φορολογούμενους λόγω αριθμητικών ή υπολογιστικών λαθών.
Έτσι η ΑΑΔΕ θα μπορεί να προβεί σε τροποποίηση ή ακύρωση άμεσου προσδιορισμού φόρου ή πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή πράξης επιβολής προστίμου, είτε κατόπιν αίτησης του φορολογούμενου είτε αυτόματα, χωρίς αίτηση του φορολογούμενου για πρόδηλη έλλειψη (ολική ή μερική) φορολογικής υποχρέωσης ή για αριθμητικό ή υπολογιστικό λάθος. Ως αριθμητικά ή υπολογιστικά λάθη θεωρούνται τα σφάλματα κατά τη διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού ή κατά την εκτέλεση αριθμητικής πράξης και όχι η εσφαλμένη επιβολή φόρου ή απαλλαγή από το φόρο ή η κακή εφαρμογή του νόμου.
Σε περίπτωση που ως συνέπεια του άμεσου προσδιορισμού ή της πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται και πράξη επιβολής προστίμου, η εν λόγω πράξη (ή ο άμεσος προσδιορισμός) ακυρώνεται ή τροποποιείται με πράξη της Φορολογικής Διοίκησης. Για να είναι παραδεκτή η αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης θα πρέπει είτε να προσκομιστούν έγγραφα από τον φορολογούμενο, είτε είναι διαθέσιμα στην αρμόδια υπηρεσία, χωρίς να απαιτούνται ελεγκτικές επαληθεύσεις.
Η νέα ρύθμιση
Ειδικότερα με τη νέα διάταξη τροποποιείται το άρθρο 74 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας που ρυθμίζει τη δυνατότητα να ανακαλούνται πράξεις της Φορολογικής Διοίκησης, σε περίπτωση πρόδηλων σφαλμάτων και ορίζονται τα εξής:
– Η προθεσμία για την ακύρωση πράξης που έχει προσβληθεί στα δικαστήρια και βρίσκεται σε εκκρεμοδικία λήγει ένα έτος μετά από τη λήξη της εκκρεμοδικίας, δηλαδή μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ενώ δεν εξετάζεται αν η πρόδηλη πλημμέλεια που αποτελεί τον λόγο ακύρωσης έχει προβληθεί στο πλαίσιο ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής.
– Ποσά που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί βάσει των πράξεων που ακυρώνονται, διαγράφονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωση, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής.
Επισημαίνεται ότι με το ισχύον καθεστώς δεν επιτρέπεται στη Φορολογική Διοίκηση να εξετάσει πρόδηλα σφάλματα, στην περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια. Έτσι, οι φορολογούμενοι πρέπει είτε να ζητήσουν από τη Φορολογική Διοίκηση να επανεξετάσει την πράξη που έχει εκδοθεί εις βάρος τους, κινδυνεύοντας να χάσουν προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ή για την προσφυγή στα δικαστήρια, είτε να αναμένουν τη λήξη της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων χωρίς, στο διάστημα αυτό, η Φορολογική Διοίκηση να έχει τη δυνατότητα να διορθώσει ένα προφανές σφάλμα.
ot