Ξένες Άμεσες Επενδύσεις: Τα εμπόδια για τη δημιουργία νέων παραγωγικών επιχειρήσεων
Υστερα από μία χρονιά-ρεκόρ 20ετίας, το 2022, που έφθασαν τα 7,5 δισ. ευρώ (3,6% του ΑΕΠ), οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) σημείωσαν μείωση κατά 39% το 2023, καθώς διαμορφώθηκαν στα 4,6 δισ. ευρώ (2,1% του ΑΕΠ), παραμένοντας ωστόσο σε υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της τριετίας 2019-2021 λόγω κυρίως της έντονης ενίσχυσης του επενδυτικού ενδιαφέροντος για ακίνητα στην Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικό πως οι ροές των ΞΑΕ στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, κατευθύνθηκαν το 2023 κυρίως στη διαχείριση και στις ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων, έχοντας σχεδόν διπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2022, απόρροια και της τροποποίησης του προγράμματος Golden Visa, μέσω του οποίου υπολογίζεται ότι μέχρι σήμερα έχουν αποκτηθεί 24.000 ακίνητα ελάχιστης αξίας επένδυσης 6 δισ. ευρώ.
Η τάση των ροών
Οι κλάδοι της μεταποίησης, των τηλεπικοινωνιών, του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, των κατασκευών, των καταλυμάτων και υπηρεσιών εστίασης προσέλκυσαν, όπως και το 2022, το ενδιαφέρον των ξένων.
Αυτό σημαίνει πως η τάση των ροών των ΞΑΕ στην Ελλάδα της τελευταίας 10ετίας, που έφθασαν τα 40 δισ. ευρώ και κατευθύνθηκαν κατά 70% στις υπηρεσίες με μεγάλο ποσοστό (35%) να αφορά τον τομέα του real estate, δεν έχει μεταβληθεί ουσιαστικά, καθώς το κομμάτι των επενδύσεων με σκοπό τη δημιουργία νέων άμεσων παραγωγικών επιχειρήσεων ή νέων εγκαταστάσεων των αποκαλούμενων «greenfield investments», που αυξάνουν περισσότερο τις παραγωγικές και εξαγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, αποτελούν ακόμη μικρό μέρος των συνολικών ξένων επενδύσεων στη χώρα.
Στασιμότητα
Η μείωση των ΞΑΕ το 2023 ήταν απόρροια σύμφωνα με την ΤτΕ της ανατίμησης του ευρώ κατά 3,9% που επηρέασε αρνητικά την ανταγωνιστικότητα, αλλά και της διατήρησης της αυξημένης αβεβαιότητας και των εντεινόμενων γεωπολιτικών κινδύνων.
Παράλληλα, σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδος στους σύνθετους σχετικούς δείκτες παρουσιάζει στασιμότητα ή και υποχώρηση μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την προηγούμενη περίοδο (2020-2022).
Ο ρυθμός υλοποίησης μεταρρυθμίσεων στους τομείς της λειτουργίας του κράτους, του ψηφιακού μετασχηματισμού και της βελτίωσης του επιχειρηματικού και μακροοικονομικού περιβάλλοντος υπολείπεται σημαντικά άλλων κρατών, ενώ η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να κατατάσσεται ακόμη σχετικά χαμηλά στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Τα «αγκάθια»
Οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης (λ.χ. στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στην εκπόνηση χωροταξικών σχεδίων, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου), η υστέρηση σε βασικές υποδομές που επιβαρύνεται από τις απροσδόκητης έκτασης φυσικές καταστροφές που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, η ανεπαρκής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές που μειώνουν τον ανταγωνισμό και επιδεινώνουν τις πληθωριστικές πιέσεις είναι μερικοί από τους παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν αποτρεπτικά στην προσέλκυση επενδύσεων, καθώς και στην υλοποίηση μεγάλων παραγωγικών επιχειρηματικών εγχειρημάτων.
Η προσέλκυση τέτοιων επενδύσεων προϋποθέτει συστηματική εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, λένε αναλυτές διεθνών οίκων.
Οι σημαντικότερες εξ αυτών αφορούν την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, την αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και τη σύνδεσή της με τις ανάγκες της αγοράς, τη γενικότερη εφαρμογή των κανόνων δικαίου, την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου και των χρήσεων γης, την περαιτέρω απλοποίηση του πλαισίου αδειοδότησης επενδύσεων κ.ά.
Ξεκάθαροι όροι
Δεδομένου εξάλλου πως οι επενδύσεις αυτές εμπεριέχουν μεγαλύτερο βαθμό επιχειρηματικού κινδύνου, οι καθυστερήσεις από αδειοδοτικές διαδικασίες, προσφυγές, αναβολές, εκδικάσεις στο ΣτΕ, προκαλούν πονοκέφαλο στους επενδυτές, ενώ όπως λέγεται, καθώς οι όροι του παιχνιδιού δεν είναι ξεκάθαροι, δύσκολα θα «βάλει» κανείς τα λεφτά του σε τέτοιες επιχειρηματικές προσπάθειες.
Ετσι, συνήθως προχωρούν οι επενδύσεις εκείνες που έχουν σημαντικά περιθώρια άμεσης απόδοσης.
Τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης επεσήμανε για μία ακόμη φορά πριν από μερικές ημέρες σε οικονομικό Forum και ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, σημειώνοντας πως οι ξένοι επενδυτές προβληματίζονται με τη χώρα μας γιατί επικαλούνται ότι δεν μπορούν να βρουν, αν χρειαστεί, το δίκιο τους στην Ελλάδα (μέσω των δικαστηρίων).
Σε πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ στις απαραίτητες βελτιώσεις για τις επιχειρήσεις, το 64% των διοικήσεων των εταιρειών θέτει το σταθερό φορολογικό πλαίσιο, το 54% το ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, το 44% την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, το 42% τον περιορισμό της πολυνομίας και το 40% τα χρηματοδοτικά εργαλεία και τα επενδυτικά κίνητρα. Υψηλό έλλειμμα
Το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας πρέπει να στηρίζεται λιγότερο στην κατανάλωση (σήμερα είναι στο 70% έναντι 52% στην ευρωζώνη) και περισσότερο στις επενδύσεις και την εξωστρέφεια, ανέφερε στο ίδιο Forum και ο πρόεδρος του Δ.Σ. της Eurobank Γιώργος Π. Ζανιάς, εκτιμώντας όμως πως ακόμη είμαστε πίσω στις επενδύσεις, ενώ επιμένει ένα σχετικά υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, έχει μείνει κυρίως το δύσκολο τμήμα που αφορά τη δημιουργία ενός λειτουργικού κράτους με ισχυρούς θεσμούς, μια διαδικασία που προχωρεί όμως πολύ αργά, απόρροια των αντιδράσεων από την κοινωνία και της απροθυμίας μέρους του πολιτικού συστήματος να αναλάβει το σχετικό πολιτικό κόστος, την ώρα που η ανάγκη για κάποιου βαθμού πολιτική συναίνεση στη διόρθωση σημαντικών μακροχρόνιων προβλημάτων είναι εμφανής.
ot