
Ανοίγει το “μέτωπο” της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας
Συνάντηση μεταξύ του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση και των εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων (ΓΣΕΕ,ΣΕΒ,ΕΣΕΕ κλπ.) θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του Capital.gr.
Αντικείμενο της θα είναι –σύμφωνα με τις ίδιες πηγές- η διάταξη την οποία έχει ενσωματώσει το Υπ. Εργασίας στο αναπτυξιακό νομοσχέδιο (σ.σ. αναμένεται από μέρα –σε μέρα στη Βουλή) και προβλέπει παράταση της ισχύος της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) για έξι μήνες.
Υπενθυμίζεται πως η ισχύς της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας έληγε την 30η Ιουνίου 2019. Το Υπ. Εργασίας, με την προτεινόμενη διάταξη, εισηγείται την παράταση της έως την 31η Δεκεμβρίου 2019.
Τονίζεται, όπως σημειώνει ανακοίνωση του Υπ. Εργασίας, ότι μαζί με την ισχύ της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε θα παραταθούν και όλοι οι συμφωνηθέντες κανονιστικοί όροι (μισθολογικοί και μη μισθολογικοί) ευεργετικοί για τους εργαζομένους (επιδόματα, τριετίες κ.ά.) που την συνοδεύουν.
Από πλευράς Υπ. Εργασίας, όπως έχει τονίσει σε ανακοίνωση του, μέχρι την προτεινόμενη καταληκτική ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου του 2019, καλούνται οι κοινωνικοί εταίροι να ξεκινήσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τη σύναψη νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, η οποία θα ισχύσει από 1η Ιανουαρίου 2020.
Στο μεταξύ, ενώ το Υπ. Εργασίας προτείνει την παράταση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης μαζί και των επιδομάτων που αυτή προβλέπει, εκκρεμεί η υπόθεση των επιδομάτων τριετίας.
Στις 8 Οκτωβρίου αναμένεται η απόφαση της ΣτΕ (μετά από προσφυγή του ΣΕΒ) σχετικά με τη νομιμότητα ή μη της εγκυκλίου της τέως Υπουργού Εργασίας, Έφης Αχτσιόγλου, η οποία εκδόθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο και προέβλεπε αύξηση του κατώτατου μισθού και για όσους μισθωτούς είχαν κατοχυρώσει το 2012 τα σχετικά επιδόματα.
Ο ΣΕΒ θεωρεί παράνομη αυτή την εγκύκλιο, ενώ αντίθετη άποψη έχει εκφράσει η ΓΣΕΕ αλλά και το Υπ. Εργασίας. Αν το ΣτΕ κρίνει παράνομη την εγκύκλιο Αχτσιόγλου θα παύσουν εφεξής να ισχύουν οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό όσων παίρνουν επιδόματα τριετίας. Συνεπώς θα μειωθεί ο μισθός τους. Αν το ΣτΕ κρίνει νόμιμη την εγκύκλιο Αχτσιόγλου, οι εν λόγω αυξήσεις θα συνεχίσουν να ισχύουν.
Όσον αφορά, τον κατώτατο μισθό καθεαυτό, με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (όπως διαμορφώθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ το 2013 και επικαιροποιήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2018), οι κοινωνικοί εταίροι δεν έχουν αποφασιστικό ρόλο στον καθορισμού του ύψους του κατώτατου μισθού.
Ο κατώτατος μισθός καθορίζεται από την κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη πόρισμα εμπειρογνωμόνων αλλά και την άποψη των κοινωνικών εταίρων.
Έτσι και έγινε, για πρώτη φορά στα τέλη Ιανουαρίου του 2019, όταν μετά από εισήγηση της τότε Υπουργού Εργασίας, Έφης Αχτσιόγλου, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε αύξηση σχεδόν 11% στον μικτό κατώτατο μισθό.
Η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου, όμως, ξεκίνησε νωρίτερα και συγκεκριμένα, το Σεπτέμβριο του 2018, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Προγράμματος Προσαρμογής (Αύγουστος 2018).
Βάσει, όμως, του θεσμικού πλαισίου του 2013, η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού πρέπει να ξεκινά κάθε χρόνο το μήνα Φεβρουάριο.
Η δε κυβερνητική απόφαση περί του ύψους του κατώτατου μισθού, όπως προβλέπει το ίδιο πλαίσιο, πρέπει να λαμβάνεται στο τέλος Ιουνίου του ίδιου χρόνου.
Συνεπώς από τον ερχόμενο Φεβρουάριο (2020), δηλαδή ένα –ενάμιση μήνα μετά την αναμενόμενη υπογραφή της νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας από τους κοινωνικούς εταίρους, το Υπουργείο Εργασίας θα πρέπει να ξεκινήσει τη διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου, η οποία θα πρέπει να ολοκληρωθεί –με την απόφαση για το νέο ύψος του κατώτατου μισθού- στα τέλη του ερχομένου Ιουνίου (2020).
Έτσι, σύμφωνα με όσα προκύπτουν με βάση το θεσμικό πλαίσιο του 2013- ο νέος κατώτατος μισθός θα τεθεί σε εφαρμογή την 1η Ιουλίου 2020.
Σημειώνεται πως κατά την ίδια ημερομηνία (1η Ιουλίου 2020), στην οποία αναμένεται η εφαρμογή του νέου κατωτάτου μισθού, σύμφωνα με τις Πρωθυπουργικές εξαγγελίες στην τελευταία ΔΕΘ- να εφαρμοσθεί η πρώτη (επί συνόλου τεσσάρων που σχεδιάζονται) των εισφορών επί της μισθωτής απασχόλησης.
Μάλιστα, η μείωση αυτή θα “μοιρασθεί” μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, οδηγώντας όχι μόνο στην αύξηση της επιχειρηματικής ρευστότητας (μέσω της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών) αλλά και στην αύξηση των καθαρών αποδοχών των εργαζομένων (μέσω της μείωσης των εργατικών εισφορών).
capital.gr