
Τα δύο εμπόδια της αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου σε ιδιώτες
Ο ρυθμός αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες αποτελεί ακόμη ένα “αγκάθι” στις αξιολογήσεις της Ελλάδας, παρά το ότι τα τελευταία χρόνια έχουν ολοκληρωθεί σχεδόν όλες οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα, μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου.
Στο κείμενο της έκθεσης για την 11η αξιολόγηση, γίνεται ειδική αναφορά σε τρεις κατηγορίες δαπανών: την εκκαθάριση των συντάξεων, τα εντάλματα πληρωμής των ΟΤΑ και αυτά των αμυντικών βιομηχανιών που δυσκολεύονται, σημειώνοντας ότι καθυστερούν να αποπληρώσουν τις οφειλές προς ιδιώτες. Επισημαίνεται συγκεκριμένα ότι οι ελληνικές αρχές, στο τέλος Ιουλίου είχαν οφειλές ύψους περίπου 900 εκατ. ευρώ αντί των 500 εκατ. ευρώ , που ήταν ο αναθεωρημένος στόχος για το υπόλοιπο των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ο οποίος μάλιστα συμφωνήθηκε κατά την 10η αξιολόγηση που έγινε τρεις μήνες νωρίτερα.
Μάλιστα, η έκθεση υπενθυμίζει και την πρόταση που είχε κάνει το ΔΝΤ, για πληρωμή συγκεκριμένων υποχρεώσεων με ένα τύπου προπληρωμένων καρτών ώστε να επισπεύδονται οι σχετικές διαδικασίες. Το ενδεχόμενο αυτό το είχε απορρίψει η ελληνική πλευρά, ισχυριζόμενη ότι δεν μπορεί να λύσει το πρόγραμμα των καθυστερήσεων.
Η απάντηση του υπουργείου Οικονομικών δεν έχει διάθεση κωλυσιεργίας ή προσπάθειας να αποφύγει κάποια πληρωμή. Η οποιαδήποτε κάρτα αναλήψεων δεν θα έλυνε τα δύο βασικά προβλήματα που διατηρούν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου υψηλότερες κατά περίπου 500 εκατ. ευρώ, πάνω από το ύψος που ήταν αν τα πράγματα κυλούσαν ομαλά σε όλο τον κύκλο της δημόσιας διοίκησης.
Τα παράτυπα εντάλματα
Το πρώτο πρόβλημα αφορά την συμφωνία των ενταλμάτων πληρωμής που εκδίδουν κάποιοι φορείς του Δημοσίου, (κυρίως οι ΟΤΑ αλλά και τα ασφαλιστικά Ταμεία και κρατικές ΔΕΚΟ), ξεχνώντας πολλές φορές την προβλεπόμενη διαδικασία και τους νόμους που διέπουν τις πληρωμές του Δημοσίου. Τα εντάλματα αυτά αντικρίζονται με ισόποσα αιτήματα για πιστώσεις από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Εκεί αρχίζει το πρόβλημα καθώς το ΓΛΚ δεν μπορεί να καταβάλλει μια δαπάνη αν δεν συμφωνεί με τους όρους του δημόσιου λογιστικού και είναι ενδεχόμενο να απορριφθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Για κάθε μια από τις πληρωμές αυτής της κατηγορίας (που έχουν φτάσει συνολικά τα 250-280 εκατ. ευρώ), θα πρέπει να γίνει ειδική διαπραγμάτευση. Η λύση όμως πολλές φορές δίνεται από τα δικαστήρια, με αυτονόητη την μεγάλη καθυστέρηση στην τελική εκκαθάριση και τελικά την διαγραφή της από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου.
Το πρόβλημα του Clawback
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι το clawback από τις φαρμακευτικές εταιρίες. Κάθε χρόνο η φαρμακευτική δαπάνη έχει ένα ανώτατο όριο το οποίο αν ξεπεραστεί, η εταιρία θα πρέπει να επιστρέψει στο δημόσιο το ποσό που χρέωσε πάνω από το όριο, γιατί υπήρξε πρόσθετη ανάγκη από κάποιο η δημόσιο φορέα ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Το πρόβλημα είναι ότι το Δημόσιο απαιτεί την επιστροφή του clawback, τον οποίο καθυστερούν οι εταιρίες. Την ίδια ώρα και το Δημόσιο καθυστερεί να πληρώσει τις δικές του υποχρεώσεις . Έτσι υπάρχει σε μόνιμη βάση ένα ποσό περίπου 200 -230 εκατ. ευρώ, το οποίο παραμένει σε εκκρεμότητα και από τις δύο πλευρές. Το υπουργείο Οικονομικών ετοιμάζει νομοσχέδιο, με το οποίο οι φαρμακευτικές εταιρίες θα απαλλάσσονται εν μέρει ή και στο σύνολό τους από το clawback, αν διοχετεύσουν το ποσό που χρωστούν σε έρευνα. Παράλληλα, θα αυστηροποιηθούν οι έλεγχοι που γίνονται σε νοσοκομεία και ασφαλιστικά Ταμεία, ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι υπερβάσεις της φαρμακευτικής δαπάνης.
capital