
Επαγγελματίες: Αμφισβήτηση τεκμαρτής φορολόγησης με προθεσμία αλλά και παγίδες
Με ένα δίλημμα που μπορεί να ανοίξει διάφορες…. «πόρτες», χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες καλούνται φέτος να διαλέξουν μεταξύ αποδοχής του τεκμαρτού εισοδήματος που τους έχει προσδιορίσει η εφορία ή αμφισβήτησής του μέσω μιας διαδικασίας που περισσότερο θυμίζει «φορολογική απολογία» παρά έλεγχο. Όποιος θέλει να προσφύγει κατά του ποσού που του καταλογίστηκε με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια του νόμου 5073/2023, έχει διορία έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2025. Από εκεί και πέρα, χάνει το δικαίωμα να το αμφισβητήσει και καλείται απλώς να πληρώσει, ανεξαρτήτως αν το δηλωθέν του εισόδημα ήταν μικρότερο ή μηδενικό.
Η διαδικασία αμφισβήτησης μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Ο πρώτος αφορά περιπτώσεις ανωτέρας βίας, όπως νοσηλεία, στρατιωτική θητεία, εγκυμοσύνη, φυσικές καταστροφές ή άλλες αντικειμενικές περιστάσεις που εμπόδισαν την επαγγελματική δραστηριότητα. Ο επαγγελματίας προσκομίζει τα σχετικά δικαιολογητικά και η Εφορία, εφόσον πειστεί, μπορεί να επαναπροσδιορίσει το εισόδημα σε χαμηλότερο ή και να το μηδενίσει.
Ο δεύτερος τρόπος είναι η αίτηση για φορολογικό έλεγχο. Εκεί αρχίζουν τα δύσκολα. Ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει πρώτα να έχει υποβάλει φορολογική δήλωση και να έχει επιλέξει τη σχετική ένδειξη στο Ε1, στους κωδικούς 443-444. Κατόπιν, υποχρεούται να απαντήσει σε ένα πολυσέλιδο ερωτηματολόγιο που ζητά σχεδόν τα πάντα: κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών, αποταμιεύσεις, επενδύσεις, καταθέσεις, κρυπτονομίσματα, ακίνητα, κάρτες, δίδακτρα, λογαριασμούς ρεύματος, τηλεφώνου, ταξίδια, διαμονές, ακόμη και μετρητά που είχαν αποθηκευμένα στο σπίτι.
Η ΑΑΔΕ θα συγκρίνει όλα αυτά τα στοιχεία με τα δηλωθέντα εισοδήματα και τα τεκμαρτά. Αν διαπιστωθεί απόκλιση, η αίτηση αμφισβήτησης απορρίπτεται και ο επαγγελματίας χάνει το δικαίωμα να ξαναζητήσει επανεξέταση. Ακόμη χειρότερα, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προχωρήσουν σε νέο προσδιορισμό του εισοδήματος, ακόμη και σε υψηλότερο επίπεδο από το τεκμαρτό που είχε αρχικά υπολογιστεί, και να επιβάλουν έξτρα φόρους, προσαυξήσεις και πρόστιμα για ανακριβή δήλωση. Επιπλέον, ο έλεγχος μπορεί να επεκταθεί και στα τέσσερα προηγούμενα φορολογικά έτη. Όλα αυτά χωρίς αναστολή πληρωμής του αρχικού φόρου, που σημαίνει ότι ο φορολογούμενος οφείλει να πληρώνει κανονικά τα τεκμαρτά ποσά ενόσω βρίσκεται υπό έλεγχο.
Όσοι επιλέγουν να αποφύγουν αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, προχωρούν σε μια άλλη, πιο σύνθετη αλλά λιγότερο επεμβατική διαδρομή: καταθέτουν αίτηση στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, γνωρίζοντας πως η προσφυγή τους κατά πάσα πιθανότητα θα απορριφθεί λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. Έπειτα, συνεχίζουν στα διοικητικά δικαστήρια, όπου πλέον μπορεί να τεθεί ζήτημα αντισυνταγματικότητας του ίδιου του νόμου.
Για όσους, ωστόσο, επιλέξουν να μπουν στη διαδικασία του ελέγχου, το τίμημα είναι βαρύ. Ο έλεγχος έχει διάρκεια έως και 12 μήνες και θυμίζει διαδικασία «πόθεν έσχες». Ο φορολογούμενος καλείται να αποδείξει ότι τα εισοδήματα που δήλωσε είναι επαρκή για να καλύψουν τον τρόπο ζωής του. Αν αυτό δεν επιτευχθεί, τότε επιβεβαιώνεται το τεκμαρτό και η απόρριψη της αίτησης είναι δεδομένη. Αν, μάλιστα, προκύψουν επιβαρυντικά στοιχεία, το συνολικό ποσό φόρων και προστίμων μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και αυτό που αρχικά επιχειρούσε να αποφύγει. Είναι η απόλυτη εφαρμογή της παροιμίας «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος».
Ακόμη και για αυτούς που θα επιλέξουν την αίτηση λόγω αντικειμενικών περιστάσεων, το χρονικό πλαίσιο είναι σαφές: η δήλωση πρέπει να έχει ήδη υποβληθεί και το αίτημα να υποβληθεί πριν από την κοινοποίηση εντολής ελέγχου ή την παραγραφή. Εφόσον δεν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, ακόμη και δικαιολογημένοι λόγοι δεν σώζουν την κατάσταση.
newmoney