
Οι επιφυλάξεις των εργοδοτών για μεγάλη αύξηση στον κατώτατο μισθό
Χαμηλά βάζουν τον πήχη της επικείμενης αύξησης του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου 2023 οι επιστημονικοί φορείς των περισσότερων εργοδοτικών οργανώσεων αλλά και το ΚΕΠΕ και η Τράπεζα της Ελλάδας σύμφωνα με τα πορίσματα τα οποία κατέθεσαν στο Υπουργείο Εργασίας.
Και αυτό γιατί πέντε από τους επτά φορείς οι οποίοι συμμετέχουν στη διαβούλευση για τον ανακαθορισμό του κατώτατου μισθού δεν προτείνουν αύξηση πάνω από 5% – 5,5%.
Δηλαδή προτείνουν μία αύξηση στο ύψος του προβλεπόμενου (από το ΥΠΟΙΚ) πληθωρισμού φέτος.
Συγκεκριμένα, ενώ το ινστιτούτο της ΕΣΕΕ (ΙΝΕΜΥ – ΕΣΕΕ) προτείνει αύξηση έως 5%, το ινστιτούτο του Συνδέσμου Eλληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) προτείνει αύξηση 5,5%.
Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) προτείνει αύξηση 5%, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών -το οποίο θα συντάξει και το τελικό σχέδιο πορίσματος διαβούλευσης- προτείνει αύξηση 3% με 4% , ενώ η Τράπεζα της Ελλάδας συνιστά αύξηση 3% με 5%.
Σε περίπτωση που αποφασιζόταν από την κυβέρνηση (η οποία έχει τον τελικό λόγο) μία αύξηση του κατώτατου μισθού στο επίπεδο στο ανώτατο όριο στο οποίο συγκλίνουν οι παραπάνω απόψεις, σε λιγότερο από δύο μήνες από σήμερα, τότε ο μικτός κατώτατος μισθός θα επανερχόταν στο ύψος στο οποίο βρισκόταν προ – μνημονιακά, δηλαδή στα 751 ευρώ.
Διαφορετική τοποθέτηση, μεταξύ των εργοδοτικών οργανώσεων, έχει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ), το οποίο προτείνει αύξηση 8% με 10%. Η υιοθέτηση μίας τέτοιας άποψης θα έφερνε ένα μικτό κατώτατο μισθό στο ύψος των 770 – 784 ευρώ.
Από την μεριά του το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, προτείνει μεγάλη αύξηση και συγκεκριμένα της τάξεως του 15,8%, η οποία θα οδηγούσε ένα μικτό κατώτατο μισθό στα 826 ευρώ.
Ποιο είναι το σκεπτικό πίσω από τις τρεις βασικές διαφορετικές ‘’γραμμές” απέναντι στο ύψος της επικείμενης αύξησης του κατώτατου μισθού ;
1. Αύξηση 3% έως 5,5%
Σύμφωνα με το ΙΝΕΜΥ – ΕΣΕΕ, ” εντός ενός πρωτόγνωρα ρευστού και αβέβαιου οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος, μια ενδεχόμενη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει αφενός να είναι λελογισμένη (χαμηλότερη του ρυθμού πληθωρισμού) και αφετέρου να συνδεθεί με επιδότηση των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών και την κατάργηση επιβαρύνσεων, όπως εκείνων του τέλους επιτηδεύματος και της προκαταβολής φόρων. Σε τελική ανάλυση, η ενίσχυση του εισοδήματος των πλέον αδύνατων οικονομικά συνανθρώπων μας θα μπορούσε να ολοκληρωθεί και με στοχευμένα μέτρα ανακούφισης κατά της ακρίβειας, πέρα από την προστασία που προσφέρει ο κατώτατος μισθός”.
Από πλευράς του ΙΝΣΕΤΕ, τονίζεται πως “,οι πολύ καλές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας και το 2023 κατά 3,0% (ονομαστικό ΑΕΠ: 6,0%), μετά την εντυπωσιακή ανάκαμψή της το 2021 (8,43%) και το 2022 (ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 2015: 4,9%, ονομαστικό ΑΕΠ: 12,6%), δικαιολογούν την πολιτική της επιπλέον αύξησης του Κατώτατου Μισθού κατά 5,5% από 1ης Απριλίου το 2023”.
Ο ΙΟΒΕ υποστηρίζει πως “υπάρχει περιθώριο για αύξηση του κατώτατου μισθού σε ονομαστικό επίπεδο, προς την περιοχή του εκτιμώμενου πληθωρισμού για το 2023. Κρίνεται σκόπιμο οποιαδήποτε αύξηση στο επίπεδο του κατώτατου μισθού βραχυχρόνια να είναι συνετή ως προς τη διαχείριση των προσδοκιών, ώστε να μην αποτελέσει παράγοντα ενίσχυσης επίμονων πληθωριστικών πιέσεων που προκαλέσουν μεσοπρόθεσμα πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και εν τέλει μειώσουν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων. Μια συνετή αύξηση καλείται να λαμβάνει υπόψη τον υψηλό βαθμό συμπίεσης των μισθών στην Ελλάδα, την επιβραδυνόμενη αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία της κρίσης ενέργειας, του κόστους ζωής και της υψηλής αβεβαιότητας”.
Η Τράπεζα της Ελλάδας τονίζει πως “εκτιμάται ότι, όπως και με την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019, για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου 2 μισθού, ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα αυξάνεται κατά περίπου 0,4-0,5%. Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται ότι το ποσοστό θέσεων εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό μειώθηκε σημαντικά το 2022, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού. Αυτό ενδεχομένως είναι μία ένδειξη στενότητας στην αγορά εργασίας, καθώς λόγω της ισχυρής ανάκαμψης οι επιχειρήσεις φαίνεται να αντιδρούν με αυξήσεις μισθών πέραν του κατώτατου για την εξεύρεση εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με την ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, τα δύο βασικά οικονομικά κριτήρια για την εκτίμηση του περιθωρίου μιας αύξησης του κατώτατου μισθού είναι η διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της σταθερότητας των τιμών. Σε αυτό το πλαίσιο και δεδομένης της σημαντικής επιβράδυνσης του πληθωρισμού που προβλέπεται για το 2023, κρίνεται ότι υπάρχει περιθώριο για μια λελογισμένη αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων σε ένα εύρος μεταξύ 3% και 5% από την 1η Απριλίου 2023”.
Το ΚΕΠΕ υποστηρίζει πως “Δεδομένου ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 εκτιμάται ότι θα κυμανθεί περίπου στο 2%, οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού πάνω από 3 με 4% θα αυξήσει το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Εντούτοις, επειδή και οι υπόλοιπες χώρες με τις οποίες ανταγωνιζόμαστε αναμένεται να αυξήσουν αξιόλογα τις κατώτατες αμοιβές τους, μια μάλλον όχι υπέρμετρα υψηλή αύξηση δεν θα δημιουργήσει αξιόλογο έλλειμα ανταγωνιστικότητας. Ως εκ τούτου υπάρχει η δυνατότητα αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία όμως δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά μεγάλη, καθώς θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις σε συγκεκριμένους κλάδους. Ενώ και για λόγους ισότητας η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ήταν σκόπιμο να μην ξεπερνά την αύξηση που δόθηκε πρόσφατα στους συνταξιούχους. Αξίζει να επισημάνουμε ότι με το ισχύον φορολογικό καθεστώς μισθωτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και έχουν από δύο παιδιά και πάνω δεν υπόκεινται σε φορολογία εισοδήματος. Οποιαδήποτε αύξηση άνω του 0,5% θα συνεπάγεται υπέρβαση του αφορολόγητου και μετάβαση σε ανώτερο φορολογικό κλιμάκιο και άρα επιπρόσθετη φορολογική επιβάρυνση”.
2. Αύξηση 8% -10%
To IME-ΓΣΕΒΕΕ τονίζει “σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό που για το 2023 εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στο ιδιαίτερα υψηλό 6%, καθώς οι αυξήσεις των τιμών έχουν πλέον διαχυθεί σε όλους σχεδόν του κλάδους της οικονομίας, θεωρούμε ότι ο πληθωρισμός θα πρέπει να είναι και το 2023 ο προσδιοριστικός παράγοντας για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Και τούτο τόσο ως μέτρο καταπολέμησης της φτώχειας των χαμηλόμισθων εργαζομένων των οποίων το εισόδημα αναλώνεται σε ομάδες αγαθών που παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών, αλλά και ως μέτρο αντιμετώπισης του στασιμοπληθωρισμού στον οποίο φαίνεται πως εισέρχεται η ελληνική οικονομία το 2023. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να εκτιμηθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 8% με 10%. Στην περίπτωση αυτή και δεδομένου ότι κυρίως θα επηρεαστούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις – παρά τη βελτίωση που καταγράφεται στις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και υπερχρέωσης – είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίσουν το επιπρόσθετο κόστος, όπως ενδεικτικά αναφέρουμε την πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.”
3. Αύξηση 15,8%
Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ δίδει έμφαση στο ποσοστό των μισθωτών που διαβιούν σε συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης, ύστερα από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Το πόρισμα της αναφέρει πως “μεταξύ του 2018 και του 2019, όταν ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 10,5%, το ποσοστό μειώθηκε κατά 3,3 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, η σημαντική αύξηση κατά 9,7% το 2022 δεν κατέληξε σε μια αντίστοιχα μεγάλη μείωση του ποσοστού, αφού ο πληθωρισμός όχι μόνο αντιστάθμισε τα οφέλη της αύξησης του κατώτατου μισθού, αλλά οδήγησε τελικά σε αύξηση του ποσοστού κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Η προτεινόμενη από το ΙΝΕ ΓΣΕΕ αύξηση του κατώτατου μισθού εκτιμάται ότι θα μειώσει το ποσοστό υλικής στέρησης κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του επιπέδου του 2022”.
capital