
Τα μη αναλογικά πρόστιμα διασύνδεσης POS-ΦΗΜ
Με το άρθρο 63 του ν. 5104/2024 (ΚΦΔ) (πρώην άρθρο άρθρο 54Θ παρ. 1 έως 4 του ν. 4987/2022) προβλέπονται παραβάσεις σχετικές με τη διασύνδεση των τερματικών Ηλεκτρονικής Μεταφοράς Κεφαλαίων στο Σημείο Πώλησης.
Η παράγραφος 1 του σχετικού άρθρου προβλέπει πρόστιμα για όσους δεν συμμορφώνονται με την διασύνδεση pos και ταμειακών συστημάτων ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, εφόσον πρόκειται για υπόχρεο τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος ή είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, εφόσον πρόκειται για υπόχρεο τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος. Το πρόστιμο μειώνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%), όταν επιβάλλεται σε οντότητες που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε οικισμούς με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των τριών χιλιάδων εκατό (3.100) κατοίκων.
Η παράγραφος 2 ορίζει ότι σε περίπτωση υποτροπής, τα πρόστιμα της παρ. 1 διπλασιάζονται και για κάθε επόμενη ίδια παράβαση εντός πενταετίας από την κοινοποίηση της αρχικής πράξης επιβολής προστίμου τριπλασιάζονται.
Τα πρόστιμα αυτά (όπως και τα αντίστοιχα του ΓΕΜΗ) παρουσιάζουν σοβαρά ζητήματα αναλογικότητας. Θυμίζω ότι το ΣτΕ έχει κρίνει ότι η αναλογικότητα ως θεμελιώδης αρχή της Ε.Ε. πληρούται όταν η κύρωση συνδέεται με την αξία της συναλλαγής και κατ’ επέκταση με το ύψος της φοροδιαφυγής. Στην απόφαση ΣτΕ 2402/2010 για παράδειγμα, έγινε δεκτό ότι το πρόστιμο που οριζόταν ως διπλάσιο της αξίας κάθε εικονικού τιμολογίου ήταν συνταγματικό, ακριβώς επειδή αντανακλούσε το μέγεθος της παράβασης (βλ. και αποφάσεις ΣτΕ 2221/2018, ΣτΕ 479/2017). Αντιθέτως, τα πρόστιμα για τη μη διασύνδεση POS–ΦΗΜ δεν συνδέονται με την αξία των συναλλαγών που ενδεχομένως αποκρύφτηκαν.
Η παντελής έλλειψη πρόνοιας ως προς το μέγεθος της επιχείρησης για την επιβολή του προστίμου, ανεξαρτήτως δηλαδή του τζίρου, του κέρδους ή της οικονομικής κατάστασης αυτής καθιστά τα πρόστιμα δυσανάλογα, για να μην πως εκτός πραγματικότητας. Για μια μικρή επιχείρηση ή έναν επαγγελματία με ετήσιο τζίρο 20.000 ευρώ, ένα τέτοιο πρόστιμο δεν είναι απλώς απαγορευτικό, αλλά μπορεί να απειλήσει τη βιωσιμότητά της/του.
Θεωρώ όμως ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα, είναι ότι η μη διασύνδεση POS–ΦΗΜ ως παράβαση δεν συνιστά από μόνη της φοροδιαφυγή. Μια επιχείρηση μπορεί για κάποιες ημέρες να μην είναι διασυνδεδεμένη, είτε για τεχνικούς λόγους, είτε από αμέλεια ή από κάποια άλλη αιτία και ταυτόχρονα να έχει εκδώσει όλες τις αποδείξεις, να τις έχει καταχωρήσει στα βιβλία της, να τις έχει διαβιβάσει στην ΑΑΔΕ και να έχει αποδώσει τους ανάλογους φόρους (ΦΠΑ, εισόδημα, κ.λπ.). Η φοροδιαφυγή σε αυτή την περίπτωση θα υφίστατο μόνο αν διαπιστωνόταν ότι το μη συνδεδεμένο POS χρησιμοποιήθηκε για απόκρυψη εσόδων. Αυτό ακριβώς επισήμανε άλλωστε και η διεύθυνση επίλυσης διαφορών στην απόφαση ΔΕΔ 234/2025.
Το ΣτΕ έχει γνωμοδοτήσει και γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Με την απόφαση 1275/2022 το Συμβούλιο της Επικρατείας σημειώνει ότι, η επιβολή προστίμου κατ’ οιονεί με “αυτόματο” τρόπο δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, όταν ο φορολογούμενος έχει εκπληρώσει τις φορολογικές του υποχρεώσεις και δεν υφίσταται φοροδιαφυγή. Επίσης, το ΣτΕ έχει τονίσει ότι η αυστηρότητα πρέπει να τελεί σε εύλογη σχέση με τη σοβαρότητα της παράβασης (ΣτΕ 380/2019).
Πέρα όμως από το ΣτΕ, και το ΔΕΕ έχει τονίσει επανειλημμένα ότι τα πρόστιμα πρέπει να είναι ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης, και να λαμβάνουν υπόψη την πραγματική ζημία του Δημοσίου αλλά και την οικονομική δυνατότητα του παραβάτη. (βλ. υποθέσεις ΔΕΕ C-712/17, C-97/21, C-788/19, C-35/20, C-807/21). Τα συγκεκριμένα πρόστιμα δεν λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος και την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης καθώς ένα μικρό κατάστημα με ετήσιο τζίρο 20.000€ αντιμετωπίζει το ίδιο πρόστιμο €10.000 με μια μεγάλη επιχείρηση εκατομμυρίων, γεγονός που συνιστά κατάφωρη αδικία.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι τα πρόστιμα για τη μη διασύνδεση POS–ΦΗΜ εγείρουν σοβαρά ζητήματα αναλογικότητας καθώς δεν συνδέονται με το ύψος των αποκρυβεισών συναλλαγών ή ακόμα χειρότερα μπορεί να επιβάλλονται ως τυπικά διοικητικά πρόστιμα ακόμα και αν δεν υπάρχει καμία αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη. Η διαπίστωση της μη έκδοσης αποδείξεων μπορεί να γίνει πολύ εύκολα από του ελεγκτές της ΑΑΔΕ με τον αντιπαραβολικό έλεγχο μεταξύ των συναλλαγών των τερματικών pos και των εκδοθέντων αποδείξεων —γεγονός που συνέβαινε πριν τη θέσπιση της διασύνδεσης— έτσι ώστε να τεκμηριωθεί η φοροδιαφυγή και το ύψος αυτής (για την περίοδο που τα pos δεν ήταν διασυνδεδεμένα) προκειμένου να επιβληθεί το σχετικό πρόστιμο. Επιπλέον, η μη εξατομίκευση των προστίμων ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του κάθε επιτηδευματία (διαβάθμιση ανάλογα με τον τζίρο π.χ.) τα καθιστά για έναν επιπλέον λόγο μη αναλογικά και προβληματικά.
Δυστυχώς, στην ελληνική επιχειρηματική πραγματικότητα, ο νομοθέτης συχνά παραβλέπει τις θεμελιώδεις αρχές της Ε.Ε. και τη συνταγματικότητα των διατάξεων που θεσπίζει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι πολίτες και οι επιχειρήσεις να αναγκάζονται να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Ωστόσο μέχρι να επέλθει η δικαίωση μέσω των διοικητικών δικαστηρίων υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να έχουν ήδη υποστεί ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την επιβολή υπέρογκων, μη αναλογικών και ενίοτε αντισυνταγματικών προστίμων. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι τα άδικα και υπέρογκα πρόστιμα συχνά δεν μπορούν να καταβληθούν από τις επιχειρήσεις και αυτό είναι κάτι που το ξέρει καλά το οικονομικό επιτελείο, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό ληξιπρόθεσμων χρεών των πολιτών, ακόμα και σήμερα, αφορά πρόστιμα που είχαν επιβληθεί όταν ήταν σε ισχύ ο περίφημος ΚΒΣ και τα πρόστιμα του ν. 2523/1997.
Επιμέλεια – Έρευνα:
Κουλογιάννης Κων/νος
Eπιστημονική ομάδα Taxheaven