
Το ελληνικό παράδοξο: Υψηλό κόστος εργασίας, χαμηλή παραγωγικότητα
Η ελληνική αγορά εργασίας μαστίζεται από ένα παράδοξο που τείνει να παγιωθεί. Οι μισθοί ανεβαίνουν, το μη μισθολογικό κόστος παραμένει υψηλό, το συνολικό κόστος εργασίας αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, αλλά η παραγωγικότητα μένει καθηλωμένη. Το αποτέλεσμα είναι να διογκώνεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα. Αυτό αποτελεί βασικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας σε μια χώρα που προσπαθεί να αναπτυχθεί μέσα σε ένα δύσκολο διεθνές περιβάλλον.
Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2025 το κόστος εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 10,1% σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Στην υπόλοιπη Ευρωζώνη η αντίστοιχη αύξηση ήταν μόλις 3,6%. οι υψηλότερες αυξήσεις στο ωρομίσθιο για το σύνολο της οικονομίας καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (+13,4 %) και την Ουγγαρία (+11,0 %). Δύο ακόμη κράτη μέλη της ΕΕ κατέγραψαν αύξηση 10 % ή περισσότερο: η Ρουμανία (+10,4 %) και η Εσθονία (+10,3 %) . Οι χαμηλότερες αυξήσεις καταγράφηκαν στη Γαλλία (+1,4 %), τη Δανία (+1,5 %) και τη Μάλτα (+1,9 %).
Κι όμως τα πρόσφατα στοιχεία από την Ετήσια Έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, δείχνουν οτι η παραγωγικότητα εργασίας στη χώρα μας βελτιώθηκε οριακά κατά 0,3% ανά ώρα απασχόλησης και περίπου 1% ανά εργαζόμενο. Οι αριθμοί φανερώνουν οτι το κόστος ανεβαίνει πολύ γρηγορότερα από την παραγωγικότητα. Με απλά λόγια, κάθε μονάδα προϊόντος ή υπηρεσίας που παράγεται στην Ελλάδα κοστίζει όλο και περισσότερο, χωρίς ταυτόχρονα να αυξάνεται η αξία της παραγωγής.
Το επιχειρηματικό τοπίο
Η εξίσωση για τις επιχειρήσεις είναι δύσκολη. Από τη μια πλευρά, χρειάζονται προσωπικό και προσφέρουν υψηλότερους μισθούς. Από την άλλη, οι εισφορές και η φορολογία ανεβάζουν το συνολικό βάρος μη μισθολογικό φάρος και βάζουν εμπόδια στις προσλήψεις.
Όταν όμως η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό, τα περιθώρια στενεύουν. Οι επιλογές συνήθως είναι δύο, είτε αύξηση τιμών, είτε συγκράτηση επενδύσεων. Και οι δύο αποφάσεις έχουν συνέπειες. Στην πρώτη περίπτωση μειώνεται η ανταγωνιστικότητα, στη δεύτερη περιορίζεται η δυνατότητα εκσυγχρονισμού και περαιτέρω ανάπτυξης.
Για τον μέσο εργαζόμενο, οι αριθμοί μεταφράζονται διαφορετικά. Ο κατώτατος μισθός αυξάνεται. Στόχος της κυβέρνησης να φτάσει τα 950 ευρώ ως το 2027. Παρόλα αυτά η αγοραστική δύναμη παραμένει χαμηλά . Ο πληθωρισμός, το κόστος στέγασης και οι φόροι εξανεμίζουν σημαντικο μέρος των αυξήσεων.
Η εικόνα που προκύπτει είναι ότι οι αυξήσεις μισθών δεν αλλάζουν σημαντικά το βιοτικό επίπεδο, ενώ οι οι εργαζόμενοι αισθάνονται ότι η βελτίωση των αποδοχών δεν φτάνει για να καλύψει τις ανάγκες τους.
Ευρωπαϊκές πρακτικές
Η εικόνα δεν είναι ίδια σε όλες τις χώρες. Στη Γερμανία, οι αυξήσεις μισθών συνοδεύονται από ισχυρή παραγωγικότητα, χάρη στις επενδύσεις σε τεχνολογία και κατάρτιση. Στην Ισπανία, το πείραμα της μείωσης της εβδομαδιαίας εργασίας συνοδεύεται από συστηματική παρακολούθηση της αποδοτικότητας.
Η Ελλάδα, αντίθετα, παραμένει ανάμεσα στις χώρες με πολλές ώρες εργασίας αλλά χαμηλή παραγωγικότητα. Το χάσμα με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται αισθητό. Στην Ε.Ε. η παραγωγικότητα ανά ώρα αυξήθηκε περίπου 0,4% το 2024, στην Ελλάδα η αντίστοιχη αύξηση ήταν σχεδόν μηδενική.
ot